Χωρικές Επιδράσεις της Εγνατίας Οδού |
Στη χώρα μας, τα ζητήματα που συνήθως αναδεικνύονται στο επίκεντρο της λήψης αποφάσεων για την κατασκευή νέων μεταφορικών υποδομών είναι τα τεχνικά χαρακτηριστικά και οι όροι χρηματοδότησης. Όμως, η ουσιαστική συζήτηση, η οποία και οριοθετεί την ποιοτική διαφορά των έργων, θα πρέπει να αφορά και στις αναμενόμενες χωρικές επιδράσεις από τη λειτουργία τους. Δηλαδή, τις επιδράσεις στο περιβάλλον, στο γενικότερο σύστημα μεταφορών, στο επίπεδο ανάπτυξης και στην ποιότητα ζωής, καθώς και στη χωροταξική οργάνωση των δραστηριοτήτων στις περιοχές που άμεσα ή/και έμμεσα επηρεάζονται από αυτά.
Η Εγνατία Οδός είναι ένα από τα μεγαλύτερα οδικά έργα που κατασκευάζονται τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και έχει περιληφθεί στα έργα πρώτης προτεραιότητας των Διευρωπαϊκών Δικτύων Μεταφορών (ΔΔΜ). Συνδέει την Ελλάδα με τον Ευρωπαϊκό χώρο και τη Μέση Ανατολή και μέσω των κάθετων αξόνων λειτουργεί ως συλλεκτήριος άξονας των Πανευρωπαϊκών Διαδρόμων Μεταφορών (ΠΔΜ) που διατρέχουν τη Νότιο-Ανατολική Ευρώπη από Βορρά προς Νότο (δίκτυο ΤΙΝΑ). |
|
|
========================================
Ο αυτοκινητόδρομος ΠΑΘΕ διατρέχει τον παραδοσιακό άξονα διασύνδεσης και ανάπτυξης του Ελληνικού χώρου, και οι επιπτώσεις από τη λειτουργία του δεν αναμένεται να παρουσιάσουν δραστικές μεταβολές στο γενικό αναπτυξιακό, χωροταξικό και μεταφορικό επίπεδο. Αντίθετα το σύστημα της Εγνατίας Οδού με τους κάθετους άξονες εισάγει ένα νέο δίκτυο στην κατεύθυνση Δύσης Ανατολής με σημαντικές επιδράσεις στις διαπεριφερειακές και διεθνείς συνδέσεις. |
|
Η αναπτυξιακή διάσταση της Εγνατίας Οδού λαμβάνεται άλλωστε υπόψη σε ένα ευρύ πεδίο πολιτικού σχεδιασμού τόσο σε περιφερειακό και τοπικό, όσο και σε εθνικό ή ακόμη και Ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι προσδοκίες που γεννά η Εγνατία Οδός ως ραχοκοκαλιά περιφερειακής ανάπτυξης θέτουν επίσης επί τάπητος την αναγκαιότητα για ανάπτυξη συντονισμένων δράσεων και αποτελεσματικών συνεργασιών ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, προκειμένου να υπάρξει πλήρης εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν.
Η μελέτη των χωρικών επιδράσεων της Εγνατίας Οδού από το Παρατηρητήριο στην παρούσα φάση ουσιαστικά αποτελεί την εκτίμηση μιας αρχικής κατάστασης της ζώνης των 5 Περιφερειών της Βόρειας Ελλάδας (Ήπειρος, Δυτ. Μακεδονία, Κεν. Μακεδονία, Ανατ. Μακεδονία & Θράκη, και Θεσσαλία), καθώς και ορισμένων αλλαγών και σταδιακών επιδράσεων μετά την πρώτη φάση λειτουργίας της Εγνατίας Οδού. Μεγέθη που αναφέρονται στη δεκαετία του 1990 θεωρείται ότι αποτυπώνουν την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί πριν από την κατασκευή της Εγνατίας Οδού και αποτελούν βάση για την αποτίμηση της συμβολής της στο μέλλον.
Για την συνθετική εκτίμηση των αποτελεσμάτων οι δείκτες που παρακολουθεί το Παρατηρητήριο ταξινομούνται και αξιολογούνται βάσει της συνάφειάς τους με τέσσερις βασικές παραμέτρους που σχετίζονται με τους κεντρικούς στόχους της Ευρωπαϊκής πολιτικής: |
|
Η τρέχουσα μελέτη των χωρικών επιδράσεων της Εγνατίας Οδού αναδεικνύει, γενικά,
την πραγματική δυνατότητα της Εγνατίας Οδού να αποτελέσει συμπληρωματικό άξονα ανάπτυξης πέραν του «παραδοσιακού» άξονα κατά μήκος του ΠΑΘΕ.
Η αναπτυξιακή σκοπιμότητα κατασκευής και λειτουργίας της Εγνατίας Οδού και των κάθετων αξόνων κρίνεται ως αναμφισβήτητη.
Ως μεταφορική υποδομή και κυρίως ως διαπεριφερειακό οδικό δίκτυο που συνδέει τα κέντρα ανάπτυξης της Βόρειας Ελλάδας έχει άμεσες επιδράσεις
στη συνολική βελτίωση της οικονομίας και της ποιότητας ζωής των κατοίκων.
Παράλληλα, όμως, αποδεικνύεται πως η κατασκευή και λειτουργία της Εγνατίας Οδού,
όπως και γενικότερα η υλοποίηση έργων αναβάθμισης των μεταφορικών υποδομών, θα πρέπει να συνδέεται με συμπληρωματικά μέτρα πολιτικών περιφερειακής
ανάπτυξης που θα ενισχύουν την παραγωγική δομή, τη χωροταξική οργάνωση και την προστασία του περιβάλλοντος των περιφερειών, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων,
οι οποίες είναι και οι πλέον εκτεθειμένες στο έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον της διευρυμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης.
|
| |